- υψιφαης
- ὑψιφαήςὑψι-φᾰής2блистающий с высоты, издали заметный
(τάφος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τάφος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑψιφαής — high shining masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψιφαής — ές, Α αυτός που φαίνεται από μακριά, ψηλός, μεγάλος («πατὴρ δ ἐπὶ οἱ Διομήδης λάϊνον ὑψιφαῆ τόνδ ἀνέτεινε τάφον», Διόδ. Ζων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + φαής (< φάος), πρβλ. ἀρτι φαής … Dictionary of Greek
ὑψιφανῆ — ὑψιφαής high shining neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑψιφαής high shining masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑψιφαής high shining masc/fem acc sg (attic epic doric) ὑψιφανής high shining neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιφαῆ — ὑψιφαής high shining neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑψιφαής high shining masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑψιφαής high shining masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιφανές — ὑψιφαής high shining masc/fem voc sg ὑψιφαής high shining neut nom/voc/acc sg ὑψιφανής high shining masc/fem voc sg ὑψιφανής high shining neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιφανής — ὑψιφαής high shining masc/fem nom sg ὑψιφανής high shining masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιφαοῦς — ὑψιφαής high shining masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψιφάεννος — ον, Α ὑψιφαής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + φάεννος άλλος τ. τού φαεινός «φωτεινός»] … Dictionary of Greek
υψιφανής — ές, Α ὑψιφαής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + φανής (< φαίνω), πρβλ. ἀρτι φανής] … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek